- ρολάνδειος
- -α, -ο, Ν1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών2. φρ. α) «ρολάνδειο φύμα» ή «φαιό φύμα»ανατ. έπαρμα με μορφή φαιάς στήλης στην οπίσθια επιφάνεια τού προμήκους μυελούβ) «ρολάνδεια αύλακα» ή «κεντρική αύλακα» — μεσολόβια αύλακα στην επιφάνεια τού ημισφαιρίου τού εγκεφάλου, που χωρίζει τον μετωπιαίο λοβό από τον βρεγματικόγ) «ρολάνδεια πηκτώδης ουσία» — διαφανής ουσία σχήματος ημισελήνου που αποτελεί την παρυφή τού οπίσθιου κέρατος τού νωτιαίου μυελού.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα του Ιταλού ανατόμου και φυσιολόγου Rolando].
Dictionary of Greek. 2013.